όλυρα

όλυρα
η (ΑΜ ὄλυρα)
νεοελλ.
1. βοτ. φυτό τής οικογένειας αγρωστώδη
2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα»
(φαρμ.) ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα σκληρώτια μύκητα τού γένους κλάβιτσεψ, που περιέχουν διάφορες αλκαλοειδείς κυρίως ουσίες, όπως εργοταμίνη, εργοτοξίνη, εργοτινίνη, οι οποίες μαζί με άλλα παράγωγα χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. αἱ ὄλυραι
είδος όψιμου καρπού όμοιου με κριθάρι ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως τροφή τών αλόγων
αρχ.
1. είδος δίκοκκου σιταριού
2. (στους Αιγυπτίους) είδος όψιμου καρπού όμοιου με σόργο το οποίο χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα αν η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση (πρβλ. έλυμος, ουλαί) ή αν πρόκειται για τ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Δεν μπορεί, εξάλλου, να θεμελιωθεί σύνδεση τού τ. με τη λ. ὄλυνθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀλύρα — ὀλύ̱ρᾱ , ὄλυρα rice wheat fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλυρα — ὄλῡρα , ὄλυρα rice wheat fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολύρινος — ὀλύρινος, η, ον (Α) [όλυρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα* 2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («ἄρτος ὀλύρινος», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • ολυρίδιον — ὀλυρίδιον, τὸ (Α) [όλυρα] υποκορ. τού όλυρα* …   Dictionary of Greek

  • ολυρόκριθον — ὀλυρόκριθον, τὸ, ή ὀλυρόκριθος, ὁ (Α) μίγμα από όλυρα* και κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + κριθή] …   Dictionary of Greek

  • ὀλύρας — ὀλύ̱ρᾱς , ὄλυρα rice wheat fem acc pl ὀλύ̱ρᾱς , ὄλυρα rice wheat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пырей — I пырей род. п. ея I растение Triticum rереns , укр. пирiй, перiй пырей , блр. пырнiк – то же, русск. цслав. пыро ὄλυρα, κέγχρος, болг. пирей пырей (Младенов 423), сербохорв. пи̏р м. полба , словен. рȋr м., pira ж. полба , чеш. pyr, pyř пырей …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Triticum dicoccum —   Triticum dicoccum …   Wikipedia Español

  • пыро — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ὄλυρα) горох (Иез. 4, 9), пшеница, мука …   Словарь церковнославянского языка

  • εργοτισμός — Ασθένεια γνωστή και ιδιαίτερα διαδεδομένη κατά τον Μεσαίωνα. Προκαλείται από μια ουσία, την εργοτίνη (βλ. λ.). Η ουσία αυτή παράγεται από έναν μύκητα και προκαλεί ανωμαλίες στο κυκλοφορικό σύστημα με συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γάγγραινας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”